κωδικεύω

κωδικεύω
μεταγράφω μια αλληλουχία σημάτων ή πληροφοριών από ένα σύστημα σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδικας. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coder < γαλλ. code < λατ. codex «κώδικας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωδίκευση — η (βιολ. πληροφ.) η διαδικασία μεταγραφής μιας αλληλουχίας σημάτων ή πληροφοριών από ένα σύστημα σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωδικεύω. Η λ. είναι απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. codage < γαλλ. code < λατ. codex «κώδικας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”